- εκφύω
- (AM ἐκφύω)1. γεννώ, παράγω, αναδίδω, προκαλώ, φέρνω2. (μέσ. ή παθ.) εκφύομαιφυτρώνω, ξεφυτρώνω, γεννιέμαιαρχ.1. (για γυναίκα) γεννώ2. (ο ενεργ. παρακμ.) γεννιέμαι, είμαι από φυσικού μου, είμαι εκ γενετής(«λάλημα ἐκπεφυκός» — φλύαρος εκ γενετής, από φυσικού του)3. (για τρίχες) φυτρώνω4. (αμτβ. με ενεργ. ενεστ.) φύω, φυτρώνω («ἕλκεα ἐκφύουσιν»).
Dictionary of Greek. 2013.